Η Νέα Βύσσα με πληθυσμό 2.844 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, βρίσκεται στο βορειοανατολικότερο πεδινό σημείο το νομού Έβρου, νότια από την παλιά ελληνική πόλη Αδριανούπολη, της οποίας το θρακικό όνομα ήταν Ουσκουδάμα. Ο λαός της, προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τον πανάρχαιο ισχυρότατο και πολεμικό λαό της Θράκης των Βησσών (ή Βέσσων), που κυριαρχούσε στην ίδια περιοχή, όπως αναφέρει πρώτος ο Ηρόδοτος.
Για να επιχειρήσουμε να βρούμε την αρχή της ίδρυσής του χωριού, πρέπει να στηριχτούμε στην παράδοση, που έχει δημιουργήσει διάφορες εκδοχές. Την εποχή της τουρκοκρατίας λοιπόν, συναντούμε μια μικρή ομάδα οικογενειών που κατοικεί στο κέντρο της άλλοτε χώρας τους, σε μικρό οικισμό, 8 με 10 χλμ. περίπου νοτιοδυτικά της Αδριανούπολης, στις παρυφές υψωμάτων με την ονομασία Παλάτι. Ο οικισμός αυτός, επειδή διέτρεχε τον κίνδυνο του πλήρους αφανισμού, λόγω του ότι βρισκόταν υπό τη διαρκή απειλή ληστών, αναγκάστηκε να μετοικήσει πλησιέστερα προς την Αδριανούπολη, όπου και περιορίζονταν οι κίνδυνοι. Ο τόπος αυτός ήταν η Μπόσνα (“τόπος των Βοσνίων”). Οι Τούρκοι το έλεγαν Μποσνάκιοϊ, από τις λίγες οικογένειες Βοσνίων αιχμαλώτων που διέμεναν εκεί. Μετά τη μετοίκηση όμως των νέων κατοίκων, πήρε το όνομα Βοσνοχώριον. Η παραμονή των Βοσνίων ήταν προσωρινή, χωρίς να αναμειχθούν με τους Έλληνες κατοίκους και χωρίς καμιά άλλη επίπτωση, εκτός από την ονομασία στο χωριό.
Οι κάτοικοι επιδόθηκαν στην χωροθέτηση και στην εν γένει οργάνωση του χωριού τους. Οι δρόμοι του ήταν ίσιοι από την μια άκρη του χωριού έως την άλλη. Είχε τρεις πλατείες.
Οι νέοι κάτοικοι έχοντας απαλλαχθεί από τους επιδρομείς και από την τουρκική καταπίεση, επιδόθηκαν ολόψυχα σε ειρηνικές ασχολίες, όπως: στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη σηροτροφία, την αμπελουργία και την υφαντουργία. Το χωριό τροφοδοτούσε την Αδριανούπολη με άφθονα λαχανικά και φρούτα, καθώς είχε πολλούς λαχανόκηπους και ήταν μόνο Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, χωρίς να υπάρχει κανείς αλλόφυλος.
Σύντομα οργανώθηκαν σε μια λαμπρή κοινότητα (Δημογεροντία), η οποία αφού απέκτησε μεγάλη διοικητική ισχύ, κατόρθωνε να ιδρύει σχολεία και ναούς, να διορίζει δασκάλους, να αναζωπυρώνει την Εθνική Ιδέα, και όλα αυτά, ικανοποιώντας τεχνητά τα θελήματα των κατακτητών.
Διατηρώντας δια μέσω των αιώνων την Ελληνική ορθόδοξη φυσιογνωμία του, το Μποσνοχώρι, κατάφερε να επιβιώσει μέσα από ιδιαίτερες αντίξοες συνθήκες της Οθωμανικής περιόδου και να αναδείξει κορυφαίες προσωπικότητες των επιστημών, των τεχνών και των γραμμάτων.
Από το Μποσνοχώρι καταγόταν ο Γιώργης Παπάς ή Καραγιώργης ή Κούρτογλου ο οποίος μαζί με το γιο και τα αδέλφια του έτρεξαν να οργανωθούν στη Φιλική Εταιρία. Ο Καραγιώργης ήταν αρχηγός πολεμικού σώματος του Υψηλάντη κατά την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Διακρίθηκε ιδιαίτερα σε μάχες στο Γαλάτσι και στο Σκουλένι όπου έχασε τ’ αδέλφια του και το γιο του και τραυματίστηκε και ο ίδιος.
Ο Στέφανος Καραθεοδωρής (1789-1867) γεννήθηκε στο Μποσνοχώρι της Αδριανούπολης και σπούδασε ιατρική, μαθηματικά, φιλοσοφία και φιλολογία στην Αδριανούπολη, στις Κυδωνίες και στην Πίζα, αποκομίζοντας πολλά επιστημονικά εφόδια και μια απέραντη γλωσσομάθεια, γνωρίζοντας συνολικά δεκαεπτά (17) γλώσσες.
Το 1920 με την απελευθέρωση της περιοχής το Βοσνοχώριον ονομάστηκε Βύσσα. Τον Αύγουστο το 1923, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, υπογράφεται η συνθήκη της Λοζάννης (24-7-1923) η οποία ρύθμιζε τα σύνορα και την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οι Τούρκοι, ως νικητές, ζητούν ως πολεμική αποζημίωση τέσσερα δισεκατομμύρια χρυσά φράγκα, το μισό εμπορικό και πολεμικό ελληνικό στόλο, να φύγει το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη και να γίνει δημοψήφισμα στη Δυτική Θράκη. Στους ειδεχθείς αυτούς όρους αντιδρά ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος και τελικά προτείνεται να θυσιαστούν το Βοσνοχώριον, το Κάραγατς και η Σιδηρόπετρα (Νεμιρτάς), τρία σπουδαία ελληνικά χωριά. Οι κάτοικοι των τριών αυτών οικισμών εγκαταλείπουν με δάκρυα στα μάτια τις προγονικές τους εστίες.
Οι κάτοικοι του Βοσνοχωρίου εγκαταστάθηκαν στην τωρινή τοποθεσία 4χλμ. νοτιότερα, δίπλα στα σύνορα, σε περιοχή που βρισκόταν ο τουρκικός οικισμός Αχύρ-Κιόϊ, που σήμαινε Σταυλοχώρι ή Αχυροχώρι. Οι κάτοικοι προτίμησαν αυτή τη λύση, διότι τα περισσότερα χωράφια τους είχαν απομείνει στο ελληνικό έδαφος και θεώρησαν την εγκατάστασή τους στον Αχυροχώρι προσωρινή και τη γρήγορη επιστροφή τους στο Βοσνοχώρι σίγουρη. Το 1930, ο καθηγητής του Γυμνασίου Αδριανούπολης Λαμπουσιάδης, στον οποίο ανατέθηκε από τη Διοίκηση να δώσει στον οικισμό την καταλληλότερη ονομασία, μετονόμασε τον οικισμό σε Νέα Βύσσα.
Η σημερινή Νέα Βύσσα, είναι μια ευημερούσα κωμόπολη και αυτό φαίνεται και από την είσοδό της. Εργοστάσια με ευρωπαϊκές προδιαγραφές βρίσκονται εδώ και ο κεντρικός δρόμος, είναι μια φαρδιά λεωφόρος με τα διώροφα σπίτια στις δυο πλευρές που καταλήγει σε μια μεγάλη πλατεία. Γύρω της η Δημαρχία, το Πνευματικό Κέντρο με την προτομή του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή στην είσοδο και στην πλατεία η προτομή του Στέφανου Καραθεοδωρή.
{Πηγή δημοσίευσης: http://www.e-evros.gr , 3/9/2017}