Οι μισοί συμφοιτητές του Κομοτηναίου Τάσου Μποτρότσου από την Πολυτεχνική Σχολή Ξάνθης, όπου φοίτησε στη Σχολή Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης, έφυγαν στο εξωτερικό αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον ή έστω ένα μέλλον. Ο ίδιος επέλεξε να αφήσει κάποια μαθήματα και να σταθμεύσει στα πάτρια εδάφη προκειμένου να εκφραστεί μέσα από έναν τομέα που γνωρίζει και αγαπάει.
Βάζοντας στη ζυγαριά από τη μία το επάγγελμα του μηχανικού κι από την άλλη αυτό του αγρότη υπερίσχυσε το δεύτερο, όχι μόνο για συναισθηματικούς λόγους, καθώς γεννήθηκε σε αγροτική οικογένεια, αλλά επίσης γιατί με την κοινή λογική αποδεικνύεται ότι από τα χωράφια μπορείς να ζήσεις. «Οι υποχρεώσεις τρέχουν και προτεραιότητα στην παρούσα φάση είναι η δουλειά, γιατί πάνω σε αυτήν έχω επενδύσει. Όλη η σκέψη κινείται γύρω από αυτό».
Ο κ. Μποτρότσος σημειώνει ότι κάποιες πτυχές στη σχολή μπορούν να τον βοηθήσουν στις επιλογές του στον οικονομικό τομέα. «Από τη στιγμή που φοίτησα σε μια παρόμοια σχολή, βλέπω τα πράγματα αλλιώς. Δεν σου λέει κάποιος στη σχολή ότι ως αγρότης πρέπει να κάνεις αυτό, αλλά καλείσαι να ανοίξεις το μυαλό σου και χρησιμοποιήσεις όσα έμαθες».
Τέταρτη γενιά
Τα οικογενειακά αγροκτήματα που δουλεύουν με τον πατέρα και τον θείο του είναι στο Φανάρι Ροδόπης, σε μια δουλειά που ξεκίνησε από τον προπάππο του. Καλλιεργούν βαμβάκι και δευτερευόντως ηλίανθο, σιτάρι, κριθάρι και ελαιοκράμβη, την οποία, την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο, λόγω απουσίας βροχών, άρχισαν να εγκαταλείπουν.
Ο Τάσος στέκεται στο μεγάλο πρόβλημα της απουσίας βροχών τα τελευταία δύο χρόνια λέγοντας ότι «αυτό δεν ξανάγινε, να βρέξει ελάχιστα, μόλις 2-3 φορές σε δύο χρόνια». Οι μνήμες του γράφτηκαν στους πράσινους ορίζοντες της γης της Ροδόπης, τους οποίους δεν σταμάτησε ποτέ να ατενίζει. «Από μικρός, μού άρεσε να πηγαίνω στα χωράφια. Παιδί κοιμόμουν στο τρακτέρ. Με έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου στα χωράφια όταν ήμουν πέντε-έξι ετών κι όταν έκανε δουλειές, ήμουν εκεί. Όταν πέρασα φοιτητής αραίωσα τη δουλειά, αλλά τα καλοκαίρια ήμουν παρών».
Σεβόμενος τις υποδομές που έχτισε η οικογένειά του, επέλεξε να μείνει στον πρωτογενή τομέα για να στηριχτεί η οικογενειακή επιχείρηση. «Και με τη λογική και με το συναίσθημα επιλέγω τον αγροτικό τομέα, γιατί έχουμε μια επιχείρηση ετών, αγροκτήματα, αγροτικά μηχανήματα, υπάρχει ένα υπόβαθρο που δεν μπορώ να εγκαταλείψω».
Προβληματισμοί και σχέδια
Οι αποφάσεις για τη δουλειά λαμβάνονται από κοινού με τους δικούς του. Μπαίνουν τα θέματα στο τραπέζι και συζητιούνται. Αυτό συμβαίνει και τώρα, που ο κ. Μποτρότσος έθεσε το ζήτημα της άρδευσης του βαμβακιού.
Μέχρι το τέλος Αυγούστου, το πότισμα του «λευκού χρυσού της Ροδόπης», όπως αποκαλείται το βαμβάκι, που αντιπροσωπεύει 330.000 στρέμματα, βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. «Στην περιοχή μας, ο αγροτικός τομέας κινείται γύρω από το βαμβάκι. Φέτος, θα ασχοληθούμε και με κάτι διαφορετικό. Παρατηρώ την ανυδρία και επιχειρώ να στραφούμε σε καλλιέργειες που απαιτούν λιγότερο νερό και δεν ζητούν τόσο πότισμα.
Ας μην ξεχνάμε ότι θα φορολογηθεί και η άρδευση, θα μπουν ρολόγια στο νερό. Από τη μέση του καλοκαιριού κι έπειτα, μία – μία οι γεωτρήσεις αρχίζουν και στερεύουν. Ως πότε θα μπορούμε να συντηρούμε την καλλιέργεια μέχρι το τέλος της, οπότε και χρειάζεται πολύ νερό το βαμβάκι, από τη στιγμή που πέφτει η στάθμη;», σημειώνει. Προσθέτει ότι κάποιες γεωτρήσεις δουλεύουν όλο το καλοκαίρι και παρόλα αυτά δεν προλαβαίνουν να αρδεύσουν όλα τα στρέμματα που καλύπτουν.
Γλυκιά ανταμοιβή
Η αγάπη για τη γη είναι αυτονόητη για έναν νέο άνθρωπο που τη ζει και τη μαθαίνει διαρκώς. Παρ’ όλα αυτά, οι «θυσίες» που κάνει ένα νέο παιδί, όπως ο Τάσος, με πολλά χόμπι και δραστηριότητες, είναι αρκετές. Αντί να σχεδιάζει το καλοκαίρι προορισμούς διακοπών, κάνει ασκήσεις επί χάρτου πώς θα βελτιώσει την παραγωγή. «Η δουλειά ήταν επιλογή μου, οπότε δεν θεωρώ θυσία το να βρίσκομαι στα χωράφια το καλοκαίρι. Για να είμαι ειλικρινής, μου αρέσει. Κάποιες στιγμές έρχεται η κούραση, αλλά μετά από τη σχετική ανάπαυση, την άλλη μέρα πηγαίνω στο χωράφι με όρεξη. Όταν βλέπεις τους κόπους σου να ανταμείβονται, το συναίσθημα είναι σπουδαίο», ομολογεί.
Οι φίλοι του τον ενθαρρύνουν για την επιλογή του, λέγοντάς του ότι καλά κάνει και μένει στο χωράφι, γιατί είναι μια σίγουρη δουλειά, δεδομένων βέβαια των γενικότερων επαγγελματικών συνθηκών.
«Να μας βοηθήσει το κράτος να μπορέσουμε να αναπτύξουμε τον πρωτογενή τομέα και να μην είναι τόσο υψηλό το ρίσκο», λέει. Αυτό που ακούει, εξάλλου, από τον πατέρα του, είναι ότι το σπίτι του αγρότη είναι ο ουρανός. Περιμένει τα επενδυτικά προγράμματα που θα ανοίξουν τον Σεπτέμβρη για να σχεδιάσουν τα επόμενα βήματα, αν και, όπως παρατηρεί, «λέμε του χρόνου θα είναι καλύτερα, αλλά πάντα κάτι προκύπτει, κάτι πρέπει να πληρώσουμε και ξεκινάμε από την αρχή».
{Πηγή δημοσίευσης: https://xanthi2.gr , της Μαρίας Αμπατζή από http://www.ypaithros.gr, 29/8/2017}