Βάσει του τραγικού απολογισμού, η πυρκαγιά του 2023 ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Σημαντικά περιθώρια ευκαιρίας για τον περιορισμό της φωτιάς που χάθηκαν, ελλιπής και ακατάλληλη επιστημονική υποστήριξη, ελλείψεις στην κατάρτιση των πυροσβεστών και λανθασμένη αξιολόγηση των δεδομένων σε συνδυασμό με τις χρόνιες παθογένειες που χαρακτηρίζουν το σύστημα δασοπυρόσβεσης στην Ελλάδα, ήταν οι βασικοί παράγοντες μεγέθυνσης της καταστροφής στον Έβρο από τη μεγαλύτερη πυρκαγιά των νεώτερων χρόνων.
Βάσει του τραγικού απολογισμού, η πυρκαγιά του 2023 ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με 942.500 στρέμματα καμένης γης να καταγράφονται πέρυσι μόνο στην περιοχή του Έβρου που καιγόταν για 16 συνεχόμενες ημέρες. Στον Έβρο, 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ πέραν της απώλειας σημαντικού ζωικού κεφαλαίου, σπιτιών και υποδομών, κάηκαν υψηλής οικολογικής αξίας περιοχές, όπως το 58% του Εθνικού Πάρκου Δαδιάς, συμπεριλαμβανομένου και του μεγαλύτερου μέρους της αποικίας φωλεοποίησης του μαυρόγυπα.
Περίπου 3.500 στρέμματα εκτιμάται ότι απαιτούν άμεση αναδάσωση, ωστόσο στην πορεία θεωρείται βέβαιο ότι θα προστεθούν και άλλες εκτάσεις, ενώ ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός πως από την ευρύτερη περιοχή έφυγαν ήδη αρκετοί κτηνοτρόφοι μετά τη φωτιά, η συμβολή των οποίων μέσω της εκτατικής βόσκησης κρίνεται απαραίτητη για την προστασία του δάσους.
Την ακτινογραφία της πυρκαγιάς, των συνεπειών της αλλά και των βημάτων που πρέπει να ακολουθηθούν στο εξής επιχειρούν οι δύο μελέτες που εκπονήθηκαν από το WWF Ελλάς αποκλειστικά με δικούς του πόρους και με στόχο να αποτελέσουν μελλοντικά πρότυπο μελετών και διαδικασιών που θα πρέπει να ακολουθούνται μεταπυρικά για οποιασδήποτε πληγείσα περιοχή στη χώρα μας. Συγκεκριμένα, η πρώτη μελετά τη συμπεριφορά της πυρκαγιάς που σημειώθηκε στον Έβρο πέρυσι το καλοκαίρι, αξιολογώντας τον μηχανισμό δασοπυρόσβεσης και προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα για τη βελτίωσή του.
Η δεύτερη προτείνει τις διαχειριστικές κατευθύνσεις για τη συνολική μεταπυρική αποκατάσταση της περιοχής που έπληξε η πυρκαγιά.
Αναλύοντας τα συμπεράσματα της πρώτης ο Ηλίας Τζηρίτης, συντονιστής δράσεων για τις δασικές πυρκαγιές, ξεκαθάρισε πως η έκθεση δεν επιδιώκει να κρίνει εκ των υστέρων την επιχειρησιακή δράση του Πυροσβεστικού Σώματος και των λοιπών φορέων. Αντίθετα, απώτερος σκοπός της είναι η βελτίωση του μηχανισμού δασοπυροπροστασίας της χώρας, μέσα από την εξαγωγή συμπερασμάτων και την άντληση χρήσιμων διδαγμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό έγινε ανάλυση και αξιολόγηση των στοιχείων, της πορείας της πυρκαγιάς και των δράσεων που αναλήφθηκαν μέρα – μέρα και τα πέντε βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν είναι τα εξής:
Δεν αναγνωρίστηκαν σημαντικά παράθυρα ευκαιρίας που θα συνέβαλαν καθοριστικά σε μια πιο αποτελεσματική διαχείριση της πυρκαγιάς κυρίως στα διαστήματα και στα σημεία που η φωτιά έκαιγε με χαμηλή ένταση. Παράλληλα, παρατηρήθηκε πως κατά περίπτωση δεν ελήφθησαν οι κατάλληλες αποφάσεις για τη διάθεση, τη χωρική διασπορά και την ανάπτυξη των απαραίτητων επίγειων δασοπυροσβεστικών δυνάμεων.
Καταγράφηκε απουσία πρακτικά χρήσιμης επιστημονικής υποστήριξης, προκείμενου να γίνεται επεξεργασία όλων των δεδομένων συμπεριφοράς της πυρκαγιάς σε πραγματικό χρόνο και έτσι, να υποστηρίζονται οι επιχειρησιακές αποφάσεις.
Διαγνώστηκαν σημαντικές ελλείψεις στο πρόγραμμα σπουδών και τη διά βίου εκπαίδευση και κατάρτιση αξιωματικών και πυροσβεστών του Πυροσβεστικού Σώματος (ΠΣ), που σχετίζονται με τη μειωμένη αποτελεσματικότητα κατά την καταστολή δασικών πυρκαγιών.
Έγινε λανθασμένη αξιολόγηση των διαθέσιμων δεδομένων (π.χ. μετεωρολογικές προβλέψεις), με αποτέλεσμα να καούν επιπλέον 120.000 στρέμματα, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού πυρήνα του Εθνικού Πάρκου- Δάσος Δαδιάς- Λευκίμης- Σουφλίου.
Καταδείχθηκαν οι χρόνιες παθογένειες στο σύστημα δασοπυρόσβεσης (π.χ. απουσία ενός αξιόπιστου συστήματος διαχείρισης πληροφοριών) που συχνά δημιουργούν σοβαρά προβλήματα συντονισμού μεταξύ διαφορετικών φορέων.
«Στην Ελλάδα δεν κάνουμε αξιολόγηση των μεγάλων περιστατικών για να βελτιώσουμε τον μηχανισμό ανταπόκρισης», επεσήμανε ο κ. Τζηρίτης. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς στον Έβρο παρατηρήθηκαν σοβαρά ελλείμματα οργάνωσης, καθώς μεταξύ άλλων το Συντονιστικό συνεδρίαζε κάθε φορά σε διαφορετικό μέρος.
Προσέθεσε μάλιστα πως για τις περιοχές αυτές υπήρχαν ήδη διαχειριστικές μελέτες: «Το ζήτημα είναι κατά πόσο αυτές εφαρμόζονται εξαιτίας των μεγάλων ελλείψεων».
Αναφέρθηκε μάλιστα και στο οξύμωρο να επενδύονται τεράστια ποσά στην τεχνολογία, την ώρα που δεν υπάρχουν τοπικά αντιπυρικά σχέδια: «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να σβήνουμε τις πυρκαγιές στο οδικό δίκτυο. Πρέπει να είμαστε βαθιά μέσα στο δάσος εκεί που είναι η φωτιά. Να μη φεύγει ο πυροσβέστης από τα Γιάννενα για να σβήσει στη Θράκη και να επιστρέφει πάλι πίσω. Να μην επιχειρεί 24 ώρες σε μια πυρκαγιά και βέβαια να συσταθεί μία μόνιμη επιτροπή ανάλυσης των περιστατικών», υπογράμμισε συμπληρώνοντας ότι και υπάρχει μεγάλη ανάγκη συντονισμού και των εθελοντών, οι οποίοι πέρυσι βρέθηκαν στο πεδίο με έξοδα δικά τους, του WWF και του Δεσμού.
Από την πλευρά της η επικεφαλής προγραμμάτων προστασίας περιβάλλοντος της οργάνωσης, Παναγιώτα Μαραγκού ευχήθηκε οι μελέτες αυτές να μη μείνουν στα συρτάρια καθώς απαιτούνται κοινοί στρατηγικοί στόχοι από τα συναρμόδια υπουργεία, βελτίωση της εκπαίδευσης και αλλαγή στη νοοτροπία όσων επιχειρούν σε πυρκαγιές: ««Η τραγωδία του Έβρου κατέδειξε με τον πλέον καταστροφικό τρόπο τις χρόνιες και βαθιά ριζωμένες παθογένειες του συστήματος. Ως WWF Ελλάς, έχουμε από πέρυσι καταθέσει πέντε προτεινόμενους άξονες μεταρρυθμίσεων για καλύτερη αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών και μία νέα κουλτούρα δασοπυρόσβεσης στη χώρα μας. Τα πρώτα βήματα που έχουν γίνει είναι προς της σωστή κατεύθυνση, αλλά σίγουρα απομένουν να γίνουν πολλά ακόμα. Η ανάλυση του Έβρου δείχνει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης και αποφασιστικότητας το κατά πόσο τα διδάγματα αυτά θα συντελέσουν σε μία συνολική αλλαγή για την προστασία, όχι μόνο των δασών μας, αλλά και των συμπολιτών μας και της περιουσίας τους».
Η επόμενη μέρα στον Έβρο
Με πρωτοβουλία του WWF Ελλάς και με τη σύμφωνη απόφαση της Γενικής Διεύθυνση Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ, η οργάνωση ορίστηκε «Ανάδοχος Αναδάσωσης» και με ίδιους πόρους, εκπόνησε τη δεύτερη μελέτη που αφορά την αναδάσωση και τις διαχειριστικές κατευθύνσεις για την αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων της περιοχής του Έβρου μετά την πυρκαγιά του 2023.
Η μελέτη αυτή αποτελεί μια πρότυπη προσπάθεια συγκέντρωσης τεκμηριωμένης επιστημονικής πληροφορίας, από μία ομάδα που συνέθεσαν πάνω από 20 ερευνητές από τέσσερα πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, μελετητικά γραφεία, και την Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης.
Τους κύριους διαχειριστικούς άξονες για την αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων που προτάθηκαν, παρουσίασε ο υπεύθυνος χερσαίου προγράμματος της περιβαλλοντικής οργάνωσης, Νίκος Γεωργιάδης, ο οποίος υπογράμμισε πως ένα σημαντικό μέρος της καμένης έκτασης (πάνω από το 1/3) κάηκε με υψηλή δριμύτητα και για τον λόγο αυτό, προτάθηκε ένα συγκεκριμένο πλάνο περιορισμένων υλοτομιών για να μη διαταραχθούν περαιτέρω τα οικοσυστήματα που ανακάμπτουν.
Η περιοχή με τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για άμεσες αναδασωτικές εργασίες είναι γύρω από το χωριό Μελία. Έχει βαρύ ιστορικό προηγούμενων πυρκαγιών και χαμηλή δυνατότητα φυσικής αναγέννησης. Παράλληλα, αποτελεί μία σημαντική περιοχή φυσικής τροφοληψίας για τον μαυρόγυπα και τον ασπροπάρη, αλλά και φωλεοποίησης και τροφοληψίας για άλλα σημαντικά είδη αρπακτικών. Γι’ αυτήν την έκταση εκπονήθηκαν 3 μελέτες αναδάσωσης στο πλαίσιο της γενικής μελέτης.
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, αν και οι πρώτες ενδείξεις σε πολλές θέσεις είναι καλές, με αναγέννηση τόσο των κωνοφόρων, όσο και των πλατύφυλλων ειδών, απαιτείται συστηματική παρακολούθηση. Άλλωστε η φετινή φυσική αναγέννηση των κωνοφόρων, εκτιμάται ότι θα είναι περιορισμένη, λόγω της δριμύτητας καύσης, αλλά και του άνυδρου χειμώνα που ακολούθησε της πυρκαγιάς.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όμως στις διπλοκαμμένες αλλά και τις τριπλοκαμμένες περιοχές, κυρίως στη Λευκίμη. Παράλληλα το στέλεχος του WWF ξεκαθάρισε ότι η οργάνωση τάσσεται σαφώς υπέρ της εκτατικής κτηνοτροφίας και της ύπαρξης διακένων, παρά τα περί του αντιθέτου λεχθέντα, τα οποία χαρακτήρισε «αστικό μύθο»: «Δεν θα πρέπει να υπάρξουν πολύχρονες απαγορεύσεις βόσκησης και θα πρέπει να διατηρηθεί η εκτατική και ημι-εκτατική κτηνοτροφία, τόσο στις άκαυτες εκτάσεις, όσο και στις περιοχές που κάηκαν, βάσει όμως συγκεκριμένων κανόνων βόσκησης και με παροχή κινήτρων στους κτηνοτρόφους. Παράλληλα, είναι σημαντική η ενίσχυση των κτηνοτρόφων με μεγάλες ποσότητες ζωοτροφών, με στόχο να περιοριστεί ο κίνδυνος υπερβόσκησης των μη καμένων εκτάσεων και να αποφευχθεί η βόσκηση των καμένων εκτάσεων για όσο καιρό διαρκέσουν οι σχετικές απαγορεύσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά τονίζοντας επιπλέον και το επείγον της επικαιροποίησης των διαχειριστικών μελετών.
Όσον αφορά τη μαύρη πεύκη, η μελέτη επισημαίνει ότι η φυσική αναγέννηση του πληθυσμού της μπορεί να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμα στις περιοχές, όπου έχουν απομείνει άκαυτες συστάδες του είδους και άκαυτες νησίδες, οι οποίες χαρτογραφήθηκαν. Η παρουσία άκαυτων νησίδων, η θωράκισή τους ή και η κατά περίπτωση ήπια διαχείρισή τους, αναμένεται να αποτελέσει πυρήνα επαναποίκισης και αποκατάστασης των πληθυσμών της άγριας χλωρίδας και πανίδας συνολικά.
Πηγή: https://www.evros24.gr/ 19/6/2024