Μετά από εβδομήντα χρόνια «ζωής» κατεβάζει ρολά παραδοσιακό καφενείο στην Αίγειρο. Και δεν είναι το μοναδικό – Οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή κρίση ταλαιπωρούν τον πληθυσμό της υπαίθρου που γερνά, μεταναστεύει και μειώνεται δραστικά
Παραδοσιακό καφενείο στο χωριό της Αιγείρου θα γιόρταζε του χρόνου 70 χρόνια «ζωής». Αυτό το Σαββατοκύριακο όμως σέρβιρε τους τελευταίους του καφέδες, κυρίως ελληνικούς, καθώς όπως έγινε γνωστό στο χωριό, το καφενείο κλείνει…
Μαζί του όμως «σβήνει» κι η ύπαιθρος της Θράκης, αφού το παράδειγμα δεν είναι μοναδικό, καθώς πολλές μικρές επιχειρήσεις στα χωριά έχουν κατεβάσει ρολά τα τελευταία χρόνια. Οι δυσκολίες της εποχής είναι πολλές στα αστικά κέντρα και πολλαπλάσιες στην επαρχία της Θράκης, όπου οι κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη, ο πληθυσμός κάθε χρόνο μειώνεται, τα κίνητρα παραμονής στα χωριά ελαχιστοποιούνται κι η ανησυχία για το ίδιο το μέλλον και την ταυτότητα του τόπου μας εντείνεται, χωρίς όμως πολιτικοί κι αυτοδιοίκηση να έχουν αντιληφθεί τον πυρήνα του προβλήματος.
Οι αριθμοί δε λένε ψέματα
Η Αίγειρος, μέχρι το 2010 προ Καλλικράτη αποτελούσε έδρα του ομώνυμου Δήμου. Στις αρχές της χιλιετίας μετρούσε περισσότερους από χίλιους κατοίκους, ενώ την τελευταία εικοσαετία ο μόνιμος πληθυσμός της φθίνει διαρκώς.
Άλλωστε τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ φανερώνουν την πραγματικότητα. Οι απογραφείς 2021 συνάντησαν ερημωμένα χωριά, αφού ο πληθυσμός της Θράκης έχει μειωθεί περισσότερους από 7.500 κατοίκους σε μόλις πέντε χρόνια, με τη μείωση να αφορά την ύπαιθρο κι όχι τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Το παράδειγμα του Βορείου Έβρου είναι χαρακτηριστικό με δεκάδες χωριά στο εθνικής σημασίας «Τρίγωνο» μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας να βρίσκονται στα πρόθυρα της εξαφάνισης, ενώ κι η Ροδόπη δεν πάει πίσω αφού τουλάχιστον 15 χωριά βρίσκονται σε «καμπύλη» μηδενικού πληθυσμού μέχρι το 2050, αφού ο ελάχιστος εναπομείναν πληθυσμός είναι αρκετά γερασμένος.
Ακόμη όμως κι άλλοτε κεφαλοχώρια, κατά το παράδειγμα της Αιγείρου, έχουν ήδη… μεταμορφωθεί σε μικρά χωριά. Μέσα σε είκοσι χρόνια ο πληθυσμός στα παρακάτω χωριά του Δήμου Κομοτηνής έχει μειωθεί κατά τουλάχιστον 50%: Μεγάλο Κρανοβούνιο, Γρατινή, Νέα Καλλίστη, Νέο Σιδηροχώρι (πρώην έδρα του Δήμου Νέου Σιδηροχωρίου) μεταξύ άλλων. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στους περιφερειακούς Δήμους, με όλα τα κεφαλοχώρια του Δήμου Μαρωνείας-Σαπών να εκπέμπουν δημογραφικό SOS επιβίωσης, όπως Νέα Σάντα, Προσκυνητές, Μαρώνεια, Ίμερος, Ξυλαγανή, που έχουν δει τον πληθυσμό τους να μειώνεται σχεδόν στο ήμισυ τις τελευταίες δεκαετίες.
Λιγότεροι κάτοικοι, λιγότερες επιχειρήσεις
Ο πληθυσμός της ελληνικής υπαίθρου γερνά, μειώνεται ή μεταναστεύει. Τα κίνητρα παραμονής στην ύπαιθρο, εκτός από την ποιότητα ζωής είναι ελάχιστα, αφού οι νέοι του τόπου, εάν δεν ασχολούνται με την καλλιέργεια γης, δεν έχουν κίνητρο παραμονής στα χωριά.
Οι μικρές επιχειρήσεις της υπαίθρου μία-μία βάζουν λουκέτο, τα σχολεία έχουν μειωθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της παρεχόμενης στον τόπο δημόσιας εκπαίδευσης, ακόμη κι άλλες «ανέσεις» που είχαν παλιότερα κεφαλοχώρια -όπως για παράδειγμα ένα υποκατάστημα τράπεζας, ένα αστυνομικό τμήμα ή ένα σύγχρονο περιφερειακό ιατρείο-, πλέον αποτελούν «πολυτέλεια» και τα συναντά κανείς μόνο σε κωμοπόλεις.
Χαρακτηριστικό και το παράδειγμα της Ξυλαγανής, που τα τελευταία χρόνια «έχασε» το Λύκειο και την τράπεζά της, ενώ Γυμνάσια σε χωριά όπως το Νέο Σιδηροχώρι ή η Νέα Καλλίστη (που πριν μερικά έχασε και το αστυνομικό της τμήμα) κρατούνται οριακά χάρη σε προσπάθειες της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης και των εναπομεινάντων κατοίκων.
Με εξαίρεση τις Λυκειακές τάξεις στην Οργάνη όλος ο ορεινός όγκος του Νομού στερείται Λυκείου, ενώ δεν έχει ούτε Κέντρο Υγείας. Χωρίς Κέντρο Υγείας είναι κι όλο το παραλιακό μέτωπο της Ροδόπης. Ακόμη κι… τοπικές ομάδες ποδοσφαίρου του Νομού, από εξήντα προ κρίσης έχουν απομείνει περίπου είκοσι.
Η μείωση του πληθυσμού σε συνδυασμό με την ελαχιστοποίηση των κινήτρων παραμονής στα χωριά, νομοτελειακά έχουν οδηγήσει δεκάδες μικρομάγαζα της υπαίθρου της Ροδόπης σε λουκέτο. Παραδοσιακά καφενεία και παραδοσιακές ταβέρνες μειώθηκαν ραγδαία από το 2010 όχι τυχαία, αφού τα προβλήματα σωρεύονται αντί να επιλύονται.
Από κρίση σε κρίση
Οι επαγγελματίες περνούν από κρίση σε κρίση την τελευταία δεκαετία και πλέον. Την οικονομική κρίση διαδέχθηκε η υγειονομική, την οποία ακολούθησε η ενεργειακή. Ή σωστότερα οι τρεις αυτές κρίσεις συνυπάρχουν, αφού αρκετοί επαγγελματίες «κουβαλούν» ακόμη οφειλές από τα χρόνια των μνημονίων και της πανδημίας.
Στα μικρά χωριά οι ιδιοκτήτες καφενείων αντιμετώπισαν ένα ακόμη «αγκάθι» που δεν έτυχε μεγάλης δημοσιογραφικής σημασίας.
Μέχρι το 2016 περίπου οι ιδιοκτήτες καφενείων σε χωριά με λιγότερους από 2.000 κατοίκους είχαν το δικαίωμα ασφάλισης στον ΟΓΑ βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων, γεγονός που τους επέτρεπε να πληρώνουν χαμηλότερους φόρους. Τα τελευταία χρόνια σταδιακά ενσωματώθηκαν στο νέο ενιαίο ταμείου του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ).
Έτσι, είτε για λόγους οικονομικούς είτε για λόγους κοινωνικούς όπως περιγράφηκαν παραπάνω, η διατήρηση ενός βιώσιμου καταστήματος στην ελληνική ύπαιθρο γίνεται ολοένα πιο δύσκολη υπόθεση.
Επομένως, το… λουκέτο ενός μικρού καφενείου δεν είναι καθόλου μικρή υπόθεση, κι αυτό οφείλει να αντιληφθεί η ελληνική πολιτεία, όχι μόνο στον ανώτατο βαθμό της -κυβέρνηση- αλλά και στην τοπική αυτοδιοίκηση, διότι το πρόβλημα μπορεί να αποδειχθεί μη αναστρέψιμο.
Για την ιστορία
Τιμώντας τον τόπο, ο Πολιτιστικός & Λαογραφικός Σύλλογος Γυναικών Αιγείρου, που δημοσίευσε σχετικές φωτογραφίες από το παραδοσιακό καφενείο του χωριού που όπως σημειώνει βάζει τίτλους τέλους, διηγείται αναλυτικά την ιστορία του παραδοσιακού καφενείου: «Τίτλοι τέλους για το “Σουέζ της Αιγείρου”. Για την ιστορία το 1953 ξεκινά στο συγκεκριμένο χώρο να λειτουργεί αγροτολέσχη από τη Διεύθυνση Γεωργίας, δίνοντας την ευκαιρία στους νέους να έχουν ένα δικό τους χώρο για αναψυχή αλλά και για επιμόρφωση σε θέματα αγροτικά. Δέκα χρόνια μετά ο ιδιοκτήτης του Χρήστος Γεμενετζής λειτουργεί ένα μέρος ως καφενείο και στον υπόλοιπο χώρο στεγάζεται το γραφείο των ΤΕΑ.
Πόσες ιστορίες έχουν να διηγηθούν για αυτόν οι κάτοικοι του οικισμού αλλά κυρίως για τον ωραίο καφέ του. Στη συνέχεια το καφενείο πέρασε στα χέρια του Γιάννη Τσορπίδη και τα τελευταία 28 χρόνια στον Γιάννη Αλμπανίδη που μαζί με τη μητέρα του Μάρω από τις 5 το πρωί ήταν εκεί για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους.
Είκοσι οχτώ χρόνια μετά ένας κύκλος κλείνει… Άγνωστο το μέλλον…».
{Πηγή δημοσίευσης: https://www.xronos.gr/, του Διονύση Βοργιά, 4/10/2022}